- σταχυητρόφος
- στᾰχῠη-τρόφος, ον,A nourishing ears of corn, αὖλαξ ib.7.209 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταχυητρόφος — nourishing ears of corn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυητρόφος — ον, Α βλ. σταχυοτρόφος … Dictionary of Greek
σταχυητρόφα — σταχυητρόφος nourishing ears of corn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυοτρόφος — και σταχυητρόφος, ον, Α αυτός που τρέφει τα στάχια, που δίνει ζωή στα σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Το συνδετικό φωνήεν η τού τ. σταχυητρόφος οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek